ἀποκρύψει

ἀποκρύψει
ἀπόκρυψις
disappearance
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
ἀποκρύψεϊ , ἀπόκρυψις
disappearance
fem dat sg (epic)
ἀπόκρυψις
disappearance
fem dat sg (attic ionic)
ἀποκρύπτω
hide from
aor subj act 3rd sg (epic)
ἀποκρύπτω
hide from
fut ind mid 2nd sg
ἀποκρύπτω
hide from
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • έκδηλος — η, ο (AM ἔκδηλος, ον) ολοφάνερος, καταφανής (α. «η έκδηλη προσπάθεια να αποκρύψει την αλήθεια» β. «πάντα ἐποίησεν ἔκδηλα», Δημ.) αρχ. έξοχος, εξαίρετος …   Dictionary of Greek

  • αφανής — ές (AM ἀφανής, ές) 1. αυτός που δεν είναι ορατός, που δεν φαίνεται, ο αθέατος 2. άσημος, μη ένδοξος, μη φημισμένος αρχ. 1. (για στρατιώτες) αυτός του οποίου το πτώμα δεν βρέθηκε μετά τη μάχη 2. αόρατος, κρυμμένος, ακατάληπτος, μυστικός 3.… …   Dictionary of Greek

  • δάκτυλος — Το δάχτυλο (βλ. λ.). (Μετρ.) Πόδας κυρίως της αρχαίας, αλλά και της νεότερης μετρικής. Ο αρχαίος δ. αποτελείται από δύο στοιχεία: τη θέση (που προηγείται) και την άρση (που ακολουθεί). Από την άποψη της ποσότητας (χρονικής διάρκειας) τα δύο αυτά… …   Dictionary of Greek

  • κεφαλόποδα — Μία από τις επτά ομοταξίες των μαλακίων. Περιλαμβάνει ζώα με αμφίπλευρη συμμετρία, τα πιο εξελιγμένα μέσα στο φύλο των μαλακίων. Τα κ. κατατάσσονται σε επτά υφομοταξίες, από τις οποίες μόνο δύο περιλαμβάνουν σύγχρονους αντιπροσώπους· αυτές είναι… …   Dictionary of Greek

  • κρυφός — και κουρφός, ή, ό (Μ κρυφός, ή, όν) 1. κρυμμένος, αφανής στους άλλους, μυστικός (α. «κρυφό σχολειό» β. «κρυφή είσοδος») 2. (για συναισθήματα) αυτός που δεν εκδηλώνεται, που δεν εκφράζεται, κρύφιος, μύχιος («κρυφή αγάπη») 3. το ουδ. ως ουσ. το… …   Dictionary of Greek

  • ποικιλείμων — ον, ΜΑ αυτός που φορεί πολύχρωμα ενδύματα («ἡ ποικιλείμων νὺξ ἀποκρύψει φάος [τῶν ἄστρων]», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + είμων (< εἷμα «ένδυμα»), πρβλ. πολυ είμων] …   Dictionary of Greek

  • πρόβλημα — Χαρακτηρίζεται ως π. στα μαθηματικά, κάθε πρόταση, με την οποία δίνονται μερικά στοιχεία (τα δεδομένα του προβλήματος) και ζητείται να οριστούν από αυτά μερικά στοιχεία (οι άγνωστοι του προβλήματος), που περιγράφονται έμμεσα μέσα στην πρόταση.… …   Dictionary of Greek

  • Βλαδιμιρέσκου, Τεοντόρ — (Theodore Vladimirescu, ; – 1821). Ρουμάνος στρατιωτικός, με συμμετοχή στο κίνημα της Μολδοβλαχίας. Γεννήθηκε στο χωριό Μεχωνδίσιο της Μικρής Βλαχίας. Στον Ρωσοτουρκικό πόλεμο υπηρέτησε τους Ρώσους ως αρχηγός εθελοντικού σώματος (1806). Γι’ αυτή… …   Dictionary of Greek

  • Σπεύσιππος — Αθηναίος φιλόσοφος (407 339 / 338 π.Χ.), που διαδέχτηκε τον Πλάτωνα στη διεύθυνση της Ακαδημίας. Ο Σ. είχε παίξει μεγάλο ρόλο στις σχέσεις του Πλάτωνα με το Διονύσιο B’ των Συρακουσών και με το Δίωνα. Από τα φιλοσοφικά έργα του δεν έχουν σωθεί… …   Dictionary of Greek

  • ασυγκάλυπτος — η, ο επίρρ. α εκείνος τον οποίο δε θέλει ή δεν μπορεί κανείς να συγκαλύψει, να αποκρύψει: Η παραβίαση θεμελιωδών άρθρων του συντάγματος είναι πια ασυγκάλυπτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”